Φιλοκτήτῃ

Φιλοκτήτῃ
Φιλοκτήτης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φιλοκτήτηι — Φιλοκτήτῃ , Φιλοκτήτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιλιάς, Μικρά — Ποίημα του επικού κύκλου, το οποίο αποδίδεται στον Λέσχη τον Μυτιληναίο, ποιητή του 7ου αι. π.Χ. Το ποίημα περιλάμβανε τέσσερα βιβλία, τα οποία είναι κυρίως γνωστά από μια ανάλυσή τους από τον Πρόκλο. Το περιεχόμενο της Μ.Ι. αναφέρεται στις… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • Сражение при Спеце — Ναυτικό κανόνι του 1821 Сражение при острове Спеце (греч …   Википедия

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • διατοξεύω — (AM) [τοξεύω] μέσ. παραβγαίνω στο τόξο, στη σαΐτα («Ἀλέξανδρος ἀποθνήσκει Φιλοκτήτη διατοξευόμενος») αρχ. 1. ρίχνω βέλη 2. (για λόγους) απευθύνομαι ξαφνικά σε κάποιον («λόγον ἐπίκουρον τῷ Θεαγένει διετόξευσεν») …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • παρής — Μυθικός ήρωας φρυγικής καταγωγής, γιος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης. Ύστερα από ένα προφητικό όνειρο που προέλεγε ότι ο Π. θα γινόταν υπαίτιος της καταστροφής της Τροίας, οι γονείς του άφησαν έκθετο το βρέφος στο όρος Ίδα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”